Α΄ ΜΕΡΟΣ

Από τις απεργιακές συγκεντρώσεις των τραπεζοϋπαλλήλων έξω από τα γραφεία της ΟΤΟΕ, που τότε βρίσκονταν στη Σίνα 16

Στις 3 Ιούλη 1979, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας εξαγγέλλει μέτρα που μετέβαλλαν το ωράριο εργασίας των εργαζομένων στις τράπεζες και τις ασφαλιστικές εταιρείες, το οποίο μέχρι τότε ήταν από τις 7.45 π.μ. έως τις 3.30 μ.μ., Δευτέρα έως Παρασκευή.

Το σχέδιο της κυβέρνησης προέβλεπε νέο ωράριο αλλά και την εισαγωγή ρυθμίσεων που παραπέμπουν ευθέως σε διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Το ωράριο που μεθοδευόταν ήταν 9 π.μ. έως 5.30 μ.μ., με μία ώρα μεσημβρινή διακοπή. Με το νέο ωράριο οι εργαζόμενοι θα βρίσκονται στη διάθεση του εργοδότη μία ώρα παραπάνω τη μέρα, μιας και στη σύντομη μεσημεριάτικη διακοπή δεν θα τους δίνεται η δυνατότητα ούτε για ανάπαυση, ούτε για άλλου είδους αξιοποίηση. Επιπλέον, σε ορισμένα υποκαταστήματα προβλεπόταν η δυνατότητα να αντικατασταθεί η αργία του Σαββάτου με την αργία της Δευτέρας. Δηλαδή, οι τραπεζίτες θα μπορούσαν να βάλουν τον τραπεζοϋπάλληλο να δουλέψει Σάββατο και να του δώσουν ρεπό τη Δευτέρα. Το ωράριο αυτό θα ίσχυε από 1 Αυγούστου 1979.

Η αναστολή των προσλήψεων (σ.σ. μέτρο που είχε ήδη ληφθεί), σε συνδυασμό με το νέο εκτεταμένο ωράριο, θα οδηγούσε στην περαιτέρω εντατικοποίηση της εργασίας. Στην εντατικοποίηση της εργασίας θα οδηγούσε και η εναλλαγή των αργιών ανάμεσα σε Σάββατο και Δευτέρα, καθώς σε όποια καταστήματα εφαρμοζόταν, το προσωπικό θα ήταν μειωμένο κατά 50% και μάλιστα σε μέρες αιχμής.

Στόχος αυτών των μέτρων ήταν να προετοιμαστούν οι τράπεζες να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό με τους τραπεζικούς ομίλους της ΕΟΚ, στην οποία η Ελλάδα θα ενταχτεί το Γενάρη του 1981. Ο τότε υπουργός Συντονισμού, της κυβέρνησης της ΝΔ, ο Κ. Μητσοτάκης στη συνάντηση  με τις διοικήσεις των Τραπεζών, με δηλώσεις του παραδεχόταν ότι οι αλλαγές στο ωράριο των τραπεζοϋπαλλήλων έγιναν για να συμπίπτουν με τις ώρες λειτουργίας των Τραπεζών στην υπόλοιπη Ευρώπη και υπογράμμιζε την άρνηση της κυβέρνησης να συζητήσει την απόφαση που πήρε.

Κάτω από το βάρος των εξελίξεων, η ΟΤΟΕ κήρυξε απεργία διαρκείας από τις 4 Ιούλη 1979.

Από την πρώτη μέρα της απεργίας, η συμμετοχή ήταν μαζική. Τα ποσοστά έφθαναν στο 95% – 100%, σε σύνολο περίπου 30.000 τραπεζοϋπαλλήλων. Τη δεύτερη μέρα της απεργίας, στον αγώνα μπήκαν και οι περίπου 2.500 εργαζόμενοι στις ασφαλιστικές εταιρείες.

Ο Μητσοτάκης δήλωσε ότι θα πάρει τα αναγκαία μέτρα για την ομαλή λειτουργία των Τραπεζών, ενώ οι διοικήσεις δραστηριοποίησαν τον απεργοσπαστικό μηχανισμό. Με υποσχέσεις, απειλές και εκβιασμούς επιχειρούν να μειώσουν – χωρίς αποτέλεσμα – την καθολική συμμετοχή των τραπεζοϋπαλλήλων στην απεργία τους.

Την απεργοσπαστική τους δραστηριότητα την έστρεψαν ιδιαίτερα στους συμβασιούχους, τους οποίους απειλούν ότι αν δεν επανέλθουν στη δουλειά τους θα απολυθούν.

Παράλληλα με τις δηλώσεις, κινητοποιήθηκε ο μηχανισμός της λεγόμενης «τυφλής» Δικαιοσύνης, με την Εισαγγελία Αθήνας να δίνει εντολή στη Γενική Ασφάλεια να κάνει προκαταρκτική εξέταση, για να διαπιστωθεί αν είναι παράνομη η απεργία των τραπεζοϋπαλλήλων όπως υποστηρίζει στη μήνυσή του ο Κάρολος Ανδριώτης, μηχανολόγος. Εδώ βλέπουμε το συνδυασμό μέτρων εκφοβισμού, όπως η ενεργοποίηση της «Δικαιοσύνης» από …πολίτες που «θίγονται» και στέκονται απέναντι στον αγώνα των εργαζομένων, αλλά και την αξιοποίηση από την εργοδοσία – όπως και σήμερα – των προσωρινών μορφών απασχόλησης για το χτύπημα ενός αγώνα.

Στις 9 Ιούλη, συνδικαλιστές και απεργοί οδηγήθηκαν σε αστυνομικά τμήματα. Αστυνομικοί ζητούσαν από απεργούς που μοίραζαν ή κολλούσαν υλικό της Ομοσπονδίας τα στοιχεία τους, ενώ σημειώθηκαν και τραμπουκικές ενέργειες.

Οι διοικήσεις των τραπεζών απείλησαν υπαλλήλους με απόλυση και άλλους ότι θα τους αφαιρεθεί το δικαίωμα υπογραφής. Χαρακτηριστικό απεργοσπαστικό μέτρο είναι η μετάκληση ταμειακών υπαλλήλων, για την κάλυψη αναγκών της Τράπεζας της Ελλάδας.

Η κυβέρνηση, αντιμετωπίζοντας τις τράπεζες ως επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ζήτησε  από τις διοικήσεις των Τραπεζών να δώσουν πλήρη κατάλογο ενός 20% των υπαλλήλων προκειμένου να τους χρησιμοποιήσουν σαν απεργοσπαστικό μηχανισμό.

Ακόμα, η κυβέρνηση πήρε μέτρα για τη δημιουργία παράλληλου μηχανισμού, επιτρέποντας στις τράπεζες να προσλάβουν, κατά τη διάρκεια της απεργίας, συμβασιούχους και συνταξιούχους. Ταυτόχρονα, έδωσε τη δυνατότητα να διεκπεραιωθούν μια σειρά από τραπεζικές εργασίες μέσω αγροτικών συνεταιρισμών και ταχυδρομικών ταμιευτηρίων. Η κυβέρνηση προσπάθησε ακόμα να κινήσει την κοινή γνώμη εναντίον των τραπεζοϋπαλλήλων.

Παρά τα απεργοσπαστικά μέτρα, διατηρήθηκαν τα πολύ υψηλά ποσοστά συμμετοχής στην απεργία και η κυβέρνηση, ύστερα από επτά μέρες κινητοποιήσεων, στις 11 Ιούλη, κήρυξε με βάση το Νόμο 17/1974, πολιτική επιστράτευση. Την επιστράτευση εισηγήθηκε ο Μητσοτάκης ως υπουργός Συντονισμού, ο οποίος δήλωσε ότι «συνολικά οι τράπεζες θα λειτουργούν με το 30% του προσωπικού τους  δεδομένου ότι ένα 10-15% δούλευε παρά την απεργία».

Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, σε ένδειξη καλής θέλησης και ότι είναι έτοιμη για διάλογο χωρίς να δημιουργηθούν προβλήματα, η ΟΤΟΕ ανέστειλε τις προγραμματισμένες απεργίες και απέσυρε την προσφυγή της στο Συμβούλιο της Επικρατείας για το ωράριο. Η απόφαση αυτή δεν ήταν ομόφωνη. Οι ταξικές δυνάμεις του κλάδου πρότειναν να συνεχιστεί η απεργία διαρκείας αντί της αναθεώρησης του απεργιακού προγράμματος.

Στο μεταξύ, η κυβέρνηση μετέβαλε την απόφαση για το νέο ωράριο, αφαιρώντας από αυτή τη μεσημεριανή διακοπή και την εναλλαγή των αργιών. Τελικά, το ωράριο που διαμορφώθηκε, ήταν Δευτέρα έως Πέμπτη 9 π.μ. έως 3.45 μ.μ. και Παρασκευή 8.45 π.μ. έως 4.45 μ.μ.